ζήτω

ζήτω
(AM ζήτω)
ας ζήσει, ας ζήσουν
νεοελλ.
(επιφώνημα επιδοκιμασίας)
1. εύγε, μπράβο
2. φρ. α) «θα μάς φωνάξουν ζήτω» — θα μάς δεχθούν με ενθουσιασμό
β) «ούτε για ζήτω δεν κάνει» — είναι ανάξιος λόγου
3. ως ουσ. το ζήτω
η ζητωκραυγή.
[ΕΤΥΜΟΛ. ζή-τω, επιφωνηματική χρήση προστ. ενεστ. γ' προσ. τού ζω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ζητώ — και ζητάω ησα, ήθηκα, ζητημένος 1. ερευνώ, ψάχνω: Ζητάει να βρει το χαμένο του παιδί. 2. επιδιώκω, διεκδικώ: Ζητάς τα αδύνατα. – Ζητώ εκδίκηση. – Ζητώ μόνον αυτά που δικαιούμαι. 3. ζητιανεύω, θέλω κάτι από κάποιον: Ζητάει χρήματα από όλους. – Τι… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ζητώ — ζητώ, ζήτησα βλ. πίν. 73 και πρβλ. ζητάω Σημειώσεις: ζητώ, ζητούμαι : η κλίση κατά το θεωρώ είναι σπάνια, σε επίσημο ύφος λόγου και σε τυποποιημένες εκφράσεις όπως: ποιος τον ζητεί παρακαλώ; (σε τηλεφωνική συνομιλία), ή σε αγγελίες (ζητείται… …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ζητώ — άω και έω (AM ζητῶ, έω) 1. γυρεύω, ψάχνω να βρω κάποιον ή κάτι (α. «ζητώ εργασία» β. «ἐμὲ δ ἔξοχα πάντων ζήτει», Ομ. Ιλ. γ. «σέ ζητάω απ το πρωί» δ. «αἰτεῑτε, καὶ δοθήσεται ὑμῑν, ζητεῑτε, καί εὑρήσετε», ΚΔ) 2. ερευνώ να βρω, αναζητώ («ζητῶν τὸν… …   Dictionary of Greek

  • ζήτω — επιφών. (προστ. του ζω) 1. να ζήσει: Ζήτω το έθνος. 2. ζήτω, το πληθ. τα ζήτω ζητωκραυγή: Δονήθηκε η ατμόσφαιρα από τα ζήτω, μόλις εμφανίστηκε ο αρχηγός τους. 3. φρ., «Ούτε για ζήτω δεν κάνει», δεν έχει καμιά αξία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ζητῶ — ζητέω seek pres subj act 1st sg (attic epic doric) ζητέω seek pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ζήτω — Ζήτης masc gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζήτω — ζάω pres imperat act 3rd sg (attic epic ionic) ζέω boil pres imperat act 3rd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βίβα — ζήτω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. viva «ζήτω» (γ πρόσ. υποτ. ενεστ. του vivere < λατ. vivo «ζω»)] …   Dictionary of Greek

  • θεοκαλώ — ζητώ τη βοήθεια τού θεού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + καλώ] …   Dictionary of Greek

  • χαλεύω — ζήτω, αναζητώ κάτι, ψάχνω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”